- χαλιναγωγεῖ
- χαλῑναγωγεῖ , χαλιναγωγέωguide withpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)χαλῑναγωγεῖ , χαλιναγωγέωguide withpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
εγκρατής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που μπορεί να κυριαρχεί στις επιθυμίες του (και μάλιστα στις σαρκικές), που χαλιναγωγεί τις ορμές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλιναγωγώ — και χαλιναγωγάω χαλιναγώγησα, χαλιναγωγήθηκα, χαλιναγωγημένος 1. οδηγώ με το χαλινό. 2. συγκρατώ με το χαλινό, σταματώ: Πρέπει να χαλιναγωγεί κανείς τα πάθη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)